Ξημέρωσε, και…
…άνοιξε απότομα τα μάτια. Προσπάθησε να ελέγξει τον τρελό ρυθμό της καρδιάς του. Εν μέρει το κατάφερε, αν και η σκέψη της επερχόμενης συνάντησης δεν μπόρεσε να μετριάσει τον πανικό του. Τελοσπάντων, καλημέρα. Παρόλο που βιαζόταν --ω, πόσο βιαζόταν!- επέτρεψε στον ευατό του να ρίξει μια ματιά στον μεγαλύτερο θησαυρό του. Το γεγονός ότι ίσως να ήταν η τελευταία φορά που τον αντίκριζε, δεδομένης της επιλογής του να επιχειρήσει αυτό που θα επιχειρούσε, τον έκανε να ριγήσει. Κάποιος λογικός άνθρωπος θα έλεγε πως επρόκειτο για ένα, μάλλον άκομψο, μικρό, άδειο δοχείο. Κάποιος λογικός άνθρωπος,όμως, όχι εγώ, σκέφτηκε. Εξάλλου, ποιος λογικός άνθρωπος θα ανήγαγε σε τόσο σημαντικό ζήτημα μια σταγόνα βροχής μέσα σε ένα τόσο άχαρο κουτάκι! Το νοσταλγικό χαμόγελό του διακόπηκε βίαια· δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για φιλοσοφίες, έχω ήδη αργήσει. Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που την είδε τελευταία φορά, και αυτό ήταν ένας πολύ καλός λόγος ώστε να τον κατακλύσουν αμφιβολίες για όσα θα ακολουθούσαν. Τις στρίμωξε στο πίσω μέρος του μυαλού του και έβαλε αποφασιστικά στην τσέπη του το πιο τρομακτικό πράγμα που είχε στην κατοχή του. Αναστέναξε και βγήκε έξω.
…καλωσόρισε τον ήλιο στο δωμάτιό της. Καιρός ήταν, εδώ που τα λέμε, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί. Είχε περάσει τις τελευταίες ώρες παρατηρώντας την πιο έμπιστη φίλη της, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά της, θαυμάζοντας το λαμπερό φως της που κατόρθωνε να δημιουργεί μέσα στη νύχτα ένα μυστήριο, με κάποιο θαυμαστά μυστήριο τρόπο. Της άρεσε ακόμη η βαθμιαία φυγή της, κυρίως γιατί της θύμιζε τον εαυτό της· ήρεμη και αργή μα αποφασιστική επιζήτηση αποκλειστικότητας. Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που τον είδε τελευταία φορά. Από μια άποψη αυτό δεν ήταν απαραίτητα καλό, αν και ήταν βέβαιη πως δεν ήταν απολύτως κακό, ίσως. Το καθωσπρέπει σαλόνι της δεν ήταν και ό,τι πιο ταιριαστό για την καθωσδενπρέπει διάθεσή της και έτσι ανακοίνωσε στην αγαπημένη συγκάτοικό της πως θα βγει έξω. Το νωχελικό βλέμμα της τελευταίας συνοδεύτηκε από ένα νιαούρισμα με ειλικρινείς δόσεις καχυποψίας, αν και δεν έδωσε συνέχεια. Πριν φύγει φόρεσε τα σκουλαρίκια για τις "ειδικές περιστάσεις" χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Αναστέναξε και βγήκε έξω.
…δεν ήταν σίγουρος εάν τον εκνεύριζε πιο πολύ το γεγονός ότι ξύπνησε ή ότι ξύπνησε έτσι. Σήκωσε το κεφάλι (μια κίνηση που δεν είχε τολμήσει για μέρες) και, ενώ η όρασή του άρχισε να μεταμορφώνεται και πάλι σε χρήσιμη αίσθηση, άνοιξε το παράθυρο. Χαμογέλασε στον ήλιο με πικρία. Ο μεγαλύτερος εγωιστής που υπάρχει, μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Σήμερα ήταν μια νέα ημέρα, αν και η μοναξιά του δεν έβρισκε και καμιά μεγάλη διαφορά από τις προηγούμενες. Ωστόσο, εκείνο το ενοχλητικό βουητό που ένιωθε στο κεφάλι του ήταν πιο έντονο σήμερα· ίσως πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Εξαπολύοντας σιωπηλά κατάρες για αυτή την κατάσταση, αναρωτήθηκε πού να ήταν εκείνη, πού δγιάολο είχε εξαφανιστεί. Πού είχε επιλέξει να κρυφτεί, την στιγμή που την είχε τόσο μεγάλη ανάγκη? Και, κυρίως, γιατί το είχε κάνει αυτό? Το βουητό δυνάμωσε, σταμάτα επιτέλους γαμώ το κέρατο. Προσπάθησε να το αγνοήσει. Έπρεπε να το αγνοήσει. Είχε άλλα πράγματα να σκεφτεί, όπως την απουσία της. Αποφάσισε πως η πλήρης έλλειψη δημιουργικότητας ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν την δεδομένη στιγμή. Αναστέναξε και βγήκε έξω.
Οι αμφιβολίες συνέχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Τις ένιωθε σαν ένα μάτσο εξωτικά ψάρια, από εκείνα τα αξιοπερίεργα, που ο κόσμος τα βάζει σε μεγάλα ενυδρεία και τα παρατηρεί όλο περιέργεια και αδιακρισία, μόνο που τώρα αυτός βρισκόταν μέσα σε μια γυάλα και εκείνα έπαιρναν επιτέλους την εκδίκησή τους. Ο ακραιφνής ενθουσιασμός του, όμως, βασισμένος στο ότι θα την έβλεπε, μονομαχούσε μαζί με το αίσθημα τρόμου που τον διακατείχε. Για άλλη μια φορά σιγουρεύτηκε ότι ήταν στην τσέπη του, την ώρα που η καρδιά του διαμαρτυρόταν έντονα. Ήταν απόλυτα βέβαιος για τον τόπο συνάντησης, δεν υπήρχε αμφιβολία.
Και ξαφνικά την είδε. Καθόταν στο ίδιο σημείο που καθόταν την τελευταία φορά. Ήταν έτσι ακριβώς όπως την θυμόταν. Το ίδιο όμορφη, το ίδιο αφοπλιστικά γοητευτική. Με μια ασυναίσθητη, ψιθυριστή έκκληση για σημασία τράβηξε την προσοχή της. Ήθελε να της μιλήσει. Είχε τόσα πολλά να της πει, μα θυμήθηκε το σχέδιο που το απαγόρευε ρητά.
Λοιπόν, αρχίζει. Θα πετύχαινε. Της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, έπρεπε να πετύχει.
Καθόταν πάνω στα ερείπια κάποιου αρχαίου ναού. Της άρεσε να περνάει πολλές ώρες της εκεί, σε έναν αποκομμένο από τον Χρόνο χώρο που, παρόλο που δεν δημιουργήθηκε για εκείνη, κατά κάποιο τρόπο, γκρεμίστηκε για εκείνη. Συχνά έπλεκε ιστορίες στη φαντασία της για όσα έγιναν σε αυτό τον παράξενο τόπο. Άλλωστε, από μικρή πίστευε πως η φανασία είναι μισή αρχοντιά. Θα μπορούσε να ψάξει τι είχε συμβεί στα αλήθεια εκεί, αλλά είχε απορρίψει αυτήν ιδέα καθώς θα χάλαγε το μυστήριο. Αναπάντεχα ένιωσε την παρουσία του, πριν καν γυρίσει προς το μέρος του. Ήταν ανάγκη να καταπολεμήσει τον φόβο της. Θα έλεγε κανείς ότι θα έπρεπε να είχε συνηθίσει την αίσθησή του, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που βρισκόταν κοντά της, μα πολλά θα έλεγε κανείς που δεν ήξερε, που δεν είχε ιδέα για εκείνη.
Γύρισε προς το μέρος του. Την τρόμαξε η μορφή του. Ήταν τόσο φρικαλέα, τόσο αποκρουστική. Τον μισούσε, τον μισούσε όλη της τη ζωή. Από ένστικτο ή από συνήθεια ή μάλλον από τον συνδιασμό αυτών έκανε να κλείσε τα μάτια. Ή μάλλον όχι. Όχι. Δεν άντεχε πια, έπρεπε να τελειώσει αυτό, την είχε κουράσει τόσο πολύ. Ένιωσε κάτι ζεστό στο πρόσωπό της. Πράγματι, δάκρυα.
Έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν.
Κινήθηκε προς το μέρος του.
Έτρεμε. Ήθελε να βρίσει τον εαυτό του, ήθελε να φύγει, να μην την ξαναδεί, όχι, ήθελε να να τον καταλάβει εκείνη, μα όχι σε παρακαλώ μην κλαις, όχι, θα φύγω δεν θα με ξαναδείς πόσο αφελής ήμουν που πίστεψα ότι θα μπορούσες να δεις πίσω από αυτά τα άσχημα ρούχα να δεις ότι είμαι διαφορετικός ότι δεν είμαι όπως δείχνω ότι δεν είμαι έτσι όχι μην κλαις το ξέρω πως με μισείς θα φύγω πόσο ανόητος είμαι φεύγω σαγαπώ μην κλαις μα τι είναι αυτό. Δεν θυμόταν να το βγάζει από την τσέπη του, δεν θυμόταν να της το δίνει, μα τι σημασία έχει πλέον, καμιά, ίσως όμως έχει, μια τελευταία προσπάθεια να της μιλήσω, να της πω, τί να της πω –ω θεοί δεν μπορώ! Πως μπόρεσα να ξεχάσω τι είμαι! Το σχέδιο όμως δεν ναυάγησε τελείως , μπορώ να ελπίσω πως θα καταλάβει πριν είναι πολύ αργά.
Πως θα δει την αλήθεια. Πως θα καταλάβει τι είμαι πραγματικά και...
Και δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα μικρό μπλε μαξιλάρι που σε ερωτεύτηκε και σε παρακαλώ κατέβασέ το κάτω αυτό σε παρακαλώ.
Έτρεμε. Σήκωσε το μαχαίρι και το κάρφωσε πάνω του. Ήταν βέβαιη πως... όχι, δεν ήταν βέβαιη για τίποτα, εκτός από την ασυγκράτητη θέληση να διαλύσει αυτή την εικόνα, δεν άντεχε πια, έπρεπε να τελειώσει αυτό. Έκλεισε τα ήδη υγρά από το κλάμα μάτια της και τον κάρφωσε πάλι με μανία. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Και ο κόσμος γύρω της γέμισε πούπουλα.
Το βουητό στο κεφάλι του δεν έλεγε να μειωθεί. Περπάτησε σχεδόν ζαλισμένος, χωρίς να τον νοιάζει πού θα φτάσει. Όσο έλειπε εκείνη δεν είχε λόγο να νοιάζεται για τίποτα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στα συντρίμια κάποιου αρχαίου ναού. Περιεργάστηκε το χώρο και αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά αν θα την έβρισκε ποτέ ή αν τον είχε εγκαταλείψει για πάντα. Αν και μόνο σαν παρένθεση, καθώς οι σκέψεις του διακόπηκαν από ένα... πούπουλο!? Ένα μικρό πούπουλο χόρευε μπροστά στα μάτια του και άλλο ένα, και άλλο ένα πιο δίπλα. Ήταν μάλλον ένα ασυνήθιστο θέαμα, θα το έλεγες γραφικό, ίσως και όμορφο, μα σίγουρα όχι αστείο. Και όμως ήταν τόσο απροσδόκητο που τον έκανε να γελάσει. Είχε τόσο καιρό να γελάσει που σχεδόν είχε ξεχάσει τον ήχο του γέλιου του. Γέλασε μέχρι δακρύων, και συνέχισε να γελάει ακόμα. Και μετά ξαναγέλασε.
Ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει την σύνδεση μεταξύ τους, όμως το ενοχλητικό βουητό μετατράπηκε σε ολοκάθαρο ήχο, στον πιο όμορφο ήχο που είχε τολμήσει να ακούσει ποτέ του· στον ήχο της φωνής της. Ναι, ήταν ξανά μέσα του, του μιλούσε γαλήνια, επιτέλους τον βρήκε, επιτέλους την βρήκε. Και όλα μεμιάς ξεκαθάρισαν. Του ψιθύρισε καθησυχαστικά λόγια. Μεταξύ δακρίων, τόσο από το γέλιο όσο και από την φόρτιση της επανάκτησής της, σκεφτόταν το ίδιο πράγμα.
Σου υπόσχομαι πως...
Αν είχε μάτια, θα ήθελε να δει αυτήν την σκηνή. Σίγουρα θα άξιζε να την παρακολουθήσει κανείς. Η τελευταία του σκέψη ήταν μάλλον παρήγορη, αν και με δόσεις ειρωνίας. Δεν ήξερε αν έκανε αυτό που έπρεπε ή όχι τελικά, όμως, σίγουρα ήξερε πως παρόλο που δεν έγινε ένα με εκείνη, τουλάχιστον έγινε χίλια κομμάτια μαζί της. Χαμογέλασε αμφιλεγόμενα σε αυτό.
...δεν θα σε κλειδώσω ποτέ ξανά , Ελπίδα.
Μου είπαν πως λέγεται σαπίλα. Τους πίστεψα.